σκούφια

σκούφια
η, Ν
1. κάλυμμα τού κεφαλιού, σκούφος
2. ειδικός σκούφος για βρέφη
3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών
4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» — λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και οι ίδιοι είναι επιρρεπείς
β) «από πού κρατά η σκούφια σου;» — ποια είναι η καταγωγή σου;
γ) «πετάω την σκούφια μου για κάτι» — επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuffia < αρχ. γερμ. *kupphja].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκούφια — η 1. κάλυμμα της κεφαλής από ύφασμα. 2. φρ., «Από πού κρατάει η σκούφια του;», ποια είναι η καταγωγή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουφί — το, Ν [σκούφος / σκούφια] 1. μικρός σκούφος 2. η σκούφια …   Dictionary of Greek

  • σκουφίτσα — η, Ν [σκούφια] μικρή σκούφια …   Dictionary of Greek

  • скуфья — шапочка духовного лица , Аввакум 80, ранее – др. русск. скуфиɪа (Стеф. Новгор.; см. Срезн. III, 399). Заимств., вероятно, через ср. греч. σκούφια из ит. scuffia, которое считается герм. словом; ср. Фасмер, Гр. сл. эт. 187; Тумб, Germ. Abh. Н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”